- μοναυθεντία
- μοναυθεντία και μοναφεντία, ἡ (Μ) [μοναύθεντος]1. εξουσία συγκεντρωμένη σε έναν άρχοντα, μοναρχία2. διοικητική περιφέρεια που διοικείται από έναν μόνο άρχοντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοναφεντία — μοναφεντία, ἡ (Μ) βλ. μοναυθεντία … Dictionary of Greek